- Κυανῶν
- Κυάνηfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυανῶν — κυάνεος made of fem gen pl (attic epic) κυάνεος made of masc/neut gen pl (attic epic) κυανέω to be dark in colour pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυάνων — κύανος dark blue enamel fem gen pl κύανος dark blue enamel masc/neut gen pl κύανος dark blue enamel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ντελάγουερ — I (Delaware). Πολιτεία (5.295 τ. χλμ., 796.165 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ του νοτίου Ατλαντικού· Πρωτεύουσα της πολιτείας είναι το Ντόβερ. βρέχεται στα Α από τον Ατλαντικό ωκεανό (κόλπος Ντελάγουερ) και συνορεύει στα Β με την Πενσιλβάνια, στα Δ και… … Dictionary of Greek
Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
κυαμωνίτης — κυαμωνίτης, ὁ (Α) [κυανών] πάπ. αυτός που καλλιεργεί κυάμους, που παράγει κουκιά … Dictionary of Greek
κυανουρία — η αποβολή κυανών ούρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanuria < cyan(o) (< κύανος) + uria (< ουρία < οὖρον)] … Dictionary of Greek
λαζουλίτης — ο (ορυκτ.) βασικό φωσφορικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που απαντά με τη μορφή κυανών κρυστάλλων, κόκκων ή μαζών σε διάφορα πετρώματα και χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς… … Dictionary of Greek
φαινοκυανίνες — οι, Ν χημ. συνοπτική ονομασία κυανών χρωστικών υλών οι οποίες προκύπτουν από τη συμπύκνωση τών γαλλοκυανινών με τις φαινόλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenocyanines] … Dictionary of Greek
φυκοβιλίνη — η, Ν βοτ. γενική ονομασία τών κυανών ή ερυθρών χρωστικών που απαντούν στα κυανοφύκη και τα ροδοφύκη, αλλ. βιλιπρωτεΐνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phycobilin] … Dictionary of Greek